οἰσμός

οἰσμός
οἰσμός, ,
A = ἐκφώνησις ἐναποσβεννυμένου πυρός, Zos.Alch.p.216B. (fort. σισμός).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οισμός — οἰσμός, ὁ (Α) [οίζω] (κατά τον Ζώσ.) «ἐκφώνησις ἐναποσβεννυμένου πυρός» …   Dictionary of Greek

  • αβερ(ρ)οϊσμός — ο 1. οι θεωρίες τού Αβερόη, που, επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό, διατυπώθηκαν κυρίως υπό μορφή σχολίων στον Αριστοτέλη και που διαφέρουν από τις θεωρίες τού Αβικένα κατά τούτο: υποστηρίζουν ότι όλος ο κόσμος δημιουργήθηκε μεμιάς από τον Θεό,… …   Dictionary of Greek

  • οἰσμοῦ — οἰσμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”